τριβίδι

τριβίδι
Οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλίου.
* * *
το, Ν
μαρμάρινη πλάκα πάνω στην οποία οι Βυζαντινοί εικονογράφοι έτριβαν τα χρώματα με άλλη μικρή μαρμάρινη πλάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ. -ίδι (πρβλ. κοπ-ίδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριβίδι(ο)ν — και τριβήδιον, τὸ, ΜΑ γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ. ίδι(ο)ν (πρβλ. στολ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”